ὀφειλομένων

ὀφειλομένων
ὀφειλομένων
ὀφείλω
-IG: pres part mp fem gen pl
ὀφείλω
-IG: pres part mp masc /neut gen pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀφειλομένων — ὀφείλω IG pres part mp fem gen pl ὀφείλω IG pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδανεισμός — ο [αναδανείζω] 1. ανανέωση δανείο 2. επαύξηση δανείου με την προσθήκη τών οφειλόμενων τόκων …   Dictionary of Greek

  • απαίτηση — η (AM ἀπαίτησις, εως) επίμονη διεκδίκηση των οφειλομένων νεοελλ. έντονη αξίωση …   Dictionary of Greek

  • απόδοση — (Θρησ.).Στη λειτουργική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, α. ονομάζεται η επανάληψη μιας γιορτής μετά από οκτώ μέρες. Η α. γίνεται για τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Πάσχα κλπ.). Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες …   Dictionary of Greek

  • βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • είσπραξη — η (AM εἴσπραξις) συγκέντρωση, παραλαβή οφειλόμενων χρημάτων ή φόρων («είσπραξη σε είδος») νεοελλ. το ποσό τών χρημάτων που εισπράχθηκαν («μέτρησε την είσπραξη») μσν. συνέπεια ενός κακού, τιμωρία αρχ. στρατολογία …   Dictionary of Greek

  • εκβιασμός — ο η χρησιμοποίηση βίας, απειλών ή η σκόπιμη παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών ώστε εκείνος ο οποίος υφίσταται τον εκβιασμό να εξαναγκαστεί χωρίς ελευθερία βουλήσεως να εξυπηρετήσει αθέμιτους σκοπούς τού εκβιαστή …   Dictionary of Greek

  • ελλείπω — (AM ἐλλείπω) λείπω από ένα σύνολο, δεν υπάρχω μσν. νεοελλ. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα ελλείποντα οι ελλείψεις αρχ. 1. εγκαταλείπω 2. καθυστερώ καταβολή οφειλομένων 3. παραλείπω 4. αποδεικνύομαι ελλιπής 5. είμαι πολύ μικρός 6. (με γεν. πράγματος)… …   Dictionary of Greek

  • επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… …   Dictionary of Greek

  • καταπίεση — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα, το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να διαπράξει μόνο υπάλληλος (delictum proprium) και αναφέρεται στην είσπραξη μη οφειλόμενων φόρων, δασμών, τελών και άλλων φορολογημάτων, δικαστικών εξόδων και οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, παρά… …   Dictionary of Greek

  • παρακατάσχω — Α παρακρατώ μέρος τών οφειλομένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”